τραινάρω

τραινάρω
Ν
(παλαιότ. τ.) βλ. τρενάρω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τραινάρω — βλ. τρενάρω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τρενάρω — και τραινάρω Ν 1. καθυστερώ σκόπιμα 2. παρατείνομαι («τρενάρει η υπόθεση»). [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. trainer «σύρω, έλκω, παρατείνω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”